ορφακίνης

ορφακίνης
ὀρφακίνης, ὁ (Α)
μικρός σε ηλικία ορφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός + κατάλ. -ίνης, μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *ὄρφαξ (πρβλ. δελφακ-ίνης: δέλφαξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀρφακίνης — ayoung masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρφακίνην — ὀρφακίνης ayoung masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”